- πάτρων
- θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ννεοελλ.1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό2. γεν. ο προστάτης3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόναα) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοκυράβ) η ιδιοκτήτρια καταστήματος ή η σύζυγος τού καταστηματάρχηγ) η ιδιοκτήτρια σπιτιού, σπιτονοικοκυράδ) (με κακή σημ.) η ιδιοκτήτρια ή διευθύντρια οίκου ανοχής, αυτή που διατηρεί χαμαιτυπείο, η ματρόναε) είδος μεγάλου πιστολιούαρχ.1. (στην αρχαία Ρώμη) ο προστάτης ενός πρώην δούλου που απελευθερώθηκε, ενός πελάτη, τον οποίο αντιπροσώπευε στις υποχρεώσεις του προς την πολιτεία και για τον οποίο συνηγορούσε στα δικαστήρια, ενώ ταυτόχρονα είχε δικαιώματα πάνω στην περιουσία τού απελεύθερου πρώην δούλου του και ασκούσε την πατρωνεία* και στους γιους τού απελεύθερου2. ο θείος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. patronus «προστάτης»].
Dictionary of Greek. 2013.